«Ti na Kamome ja to Coronavirus». Αυτό γράφει η αφίσα που εκδόθηκε από την ιταλική κυβέρνηση για τον κορονοϊό. Όχι, δεν είναι σε… greeklish, είναι στα γραικάνικα, τη διάλεκτο που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, και η οποία είναι ένα μίγμα
ιταλικών και ελληνικών.
Οι Γκρίκο (ή Γραικάνοι) για τους οποίους προορίζεται το μήνυμα μιλούν μια διάλεκτο που κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανή, και υπάρχει ακόμα σε τοπωνύμια, τραγούδια, παραδόσεις και έθιμα.
Η ελληνοϊταλική διάλεκτος ομιλείται ακόμα σε δύο ξεχωριστές περιοχές, στη Μποβεσία που βρίσκεται στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στο Σαλέντο (ή Γκρέτσια Σαλεντίνα) της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Βέβαια, ανάμεσα στις δύο περιοχές –τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας είναι από τα πιο φτωχά μέρη της Ιταλίας, σε αντίθεση με την εύφορη πεδιάδα της Γκρέτσια Σαλεντίνα– υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη διάλεκτο, η οποία όμως έχει κοινό πυρήνα.
Δύο είναι οι βασικές θεωρίες για τα γραικάνικα: Σύμφωνα με την πρώτη, προέρχονται από τους Έλληνες της Πελοποννήσου, της Ηπείρου, της Στερεάς, της Εύβοιας και του Πόντου που εγκαταστάθηκαν τον 9ο αιώνα στις χερσονήσους της Καλαβρίας και της Απουλίας. Τη θεωρία αυτή έχουν αντικρούσει ο Γεώργιος Χατζιδάκις και ο Gerhard Rohlfs που θεωρούν ότι οι ρίζες της διαλέκτου είναι ακόμα παλαιότερες, λόγω των πολλών δωρικών της στοιχείων. Συνεπώς, τη χρονολογούν στον 8ο αιώνα π.Χ., κατά τον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας.
Πάντως, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών μιλούσαν μόνο γραικάνικα. Με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία απαιτήθηκε να μιλούν μόνο ιταλικά, αλλά η διάλεκτος παρέμεινε στα τραγούδια. Το 1999 το Κοινοβούλιο αναγνώρισε τις κοινότητες των Γκρίκο της Καλαβρίας και του Σαλέντο ως ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα.